cesante - ορισμός. Τι είναι το cesante
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι cesante - ορισμός


cesante         
Sinónimos
adjetivo
cesante         
adj.
1) Se dice del empleado del gobierno a quien se priva de su empleo, dejándole, en algunos casos, parte del sueldo. Se utiliza también como sustantivo.
2) Chile. Se dice de la persona que ha quedado sin trabajo. Se utiliza también como sustantivo.
cesante         
cesante
1 adj. Aplicable al que o a lo que cesa.
2 ("Dejar, Quedarse") adj. y n. Empleado público relevado de su puesto.
3 (Chi.) Persona que se ha quedado sin trabajo. Parado.

Βικιπαίδεια

Cesante
Cesante puede referirse a:
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για cesante
1. Estamos hablando del lucro cesante por copia privada.
2. Hasta aquel a quien dejó cesante, Mijaíl Gorbachov, último presidente soviético, tuvo palabras de condolencia.
3. El ministro cesante no quiso decir ni palabra, quizá porque ya lo había dicho todo en declaraciones a los medios.
4. Al ańo siguiente, Siemens demandó al Estado ante el CIADI, el tribunal arbitral del Banco Mundial; reclama un lucro cesante de 500 millones.
5. Por eso los clientes no renunciarán a la indemnización que le reclaman al banco por el valor de la joya, daño moral, psíquico y lucro cesante.
Τι είναι cesante - ορισμός